γλαυκόχροα

γλαυκόχροα
γλαυκόχρως
masc/fem acc sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • λεύκα ή λεύκη — Κοινή ονομασία δικοτυλήδονων δέντρων του γένους πόπουλος (Pupulus), της οικογένειας των ιτεϊδών ή σαλικιδών. Είναι φυλλοβόλα δέντρα, ύψους 15 μέχρι 20 μ., με λευκωπό φλοιό και φύλλα με πυκνό και λευκό χνούδι στην κάτω επιφάνεια. Από τα πιο… …   Dictionary of Greek

  • πασιφλόρα — Γένος φυτών της οικογένειας των πασιφλοριδών (δικοτυλήδονα). Περιλαμβάνει κυρίως αναρριχώμενα φυτά, μερικά από τα οποία καλλιεργούνται στο ύπαιθρο ή σε θερμοκήπιο για τα μεγάλα, εντυπωσιακά και μοναχικά άνθη τους. Το πιο γνωστό και ανθεκτικό… …   Dictionary of Greek

  • πλουμπάγγο — Ημιαναρριχώμενος θάμνος της οικογένειας των πλουμβαγινιδών (δικοτυλήδονα), ιθαγενές του ακρωτηρίου της Καλής Ελπίδας. Λέγεται και μολύβδαινα. Έχει φύλλα γλαυκόχροα, ωοειδή ή αντωοειδή, με μικρό μίσχο και άνθη κυανίζοντα ή μολυβιά, με στεφάνη… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”